- ὑπολογιζόμενος
- ὑπολογίζομαιtake into accountpres part mp masc nom sgὑπολογίζομαιtake into accountpres part mp masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Demographics of Greece — This article is about the demographic features of the population of Greece, including population density, ethnicity, education level, health of the populace, economic status, religious affiliations and other aspects of the population.… … Wikipedia
εννεαδικός — ή, ό (AM ἐννεαδικός, ή, όν) [εννεάς] νεοελλ. αυτός που έχει ως βάση τον αριθμό εννέα («εννεαδικό σύστημα») αρχ. μσν. 1. αυτός που αναφέρεται στον αριθμό εννέα ή στην εννεάδα 2. ο πολλαπλάσιος τού εννέα, ο βασιζόμενος σε διαίρεση ή υπολογιζόμενος… … Dictionary of Greek
πληθυσμός — Το σύνολο των ανθρώπων που ζουν σ’ έναν ορισμένο χώρο. Κατ΄ επέκταση, ο όρος, κυρίως υπό την επίδραση της αγγλοσαξονικής ορολογίας, πήρε πλατύτερη έννοια, ώστε σήμερα να γίνεται λόγος π.χ. για αγροτικό π., για αστικό π., για π. μαθητών ή ακόμα… … Dictionary of Greek
συνεξαρκώ — έω, Α [ἐξαρκῶ] αρκώ υπολογιζόμενος μαζί («τοῡ πλάτους τῆς βάσεως μὴ συνεξαρκοῡντος», Στράβ.) … Dictionary of Greek